- πάντρομος
- πάν-τρομος, ον,A all-trembling, timid,
πελειάς A.Th.294
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελειάς A.Th.294
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάντρομος — all trembling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντρομος — ον, Α αυτός που τρέμει πολύ, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόμος (πρβλ. έντρομος)] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek